νύσα

νύσα
Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη ή όρος της αρχαίας Αιθιοπίας, όπου, κατά την παράδοση, μόλις γεννήθηκε ο Διόνυσος, ο Ζευς τον έραψε στον μηρό του και τον μετέφερε εκεί. Το μέρος όπου ανατράφηκε ο Διόνυσος θεωρείτο ιερό και οι Αιθίοπες τελούσαν γιορτές για να τον τιμήσουν. 2. Πόλη της Μικράς Ασίας στη Λυκία. Υπήρξε έδρα επισκόπου. 3. Πόλη της Μικράς Ασίας στην Καρία, κοντά στον Μαίανδρο ποταμό. Σώθηκαν νομίσματα της. Τα ερείπιά της βρίσκονται κοντά στο σημερινό χωριό Σουλτάν Χισάρ. 4. Πόλη της Καππαδοκίας στη Μικρά Ασία. Γράφεται και Νύσσα. Υπήρξε έδρα επισκοπής. 5. Πόλη στην Ασία, στο σημερινό Αφγανιστάν. Ο Πτολεμαίος την ονομάζει Νάγαρα.
* * *
νύσα, ἡ (Α)
ονομασία δένδρου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • νύσα — νύσᾱ , νύσα Nysa fem nom/voc/acc dual νύσᾱ , νύσα Nysa fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νύσα — Νύσᾱ , Νύση fem nom/voc/acc dual Νύσᾱ , Νύση fem nom/voc sg (doric aeolic) Νύ̱σᾱ , Νῦσα Nysa fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νῦσα — Nysa fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νύσας — Νύσᾱς , Νύση fem acc pl Νύσᾱς , Νύση fem gen sg (doric aeolic) Νύ̱σᾱς , Νῦσα Nysa fem acc pl Νύ̱σᾱς , Νῦσα Nysa fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νύσας — νύσᾱς , νύσα Nysa fem acc pl νύσᾱς , νύσα Nysa fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νύσαι — νύσα Nysa fem nom/voc pl νύσᾱͅ , νύσα Nysa fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νύσαν — νύσᾱν , νύσα Nysa fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νῦσαι — Νῦσα Nysa fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νῦσαν — Νῦσα Nysa fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νύσαν — Νύσᾱν , Νύση fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”